Η χώρα μας, λόγω της γεωγραφικής της θέσης και των χρόνιων προκλήσεων που αντιμετωπίζει, οφείλει να διατηρεί μια ισχυρή αποτρεπτική ικανότητα, για να μπορεί να προστατεύει τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Η πραγματικότητα αυτή καθιστά την αμυντική βιομηχανία όχι μόνο κρίσιμο παράγοντα εθνικής ασφάλειας, αλλά και μοχλό οικονομικής ανάπτυξης.
Το δωδεκαετές πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των Ενόπλων Δυνάμεων έως το 2036, ύψους 25 δισ. ευρώ, αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες επενδύσεις που έχει πραγματοποιήσει η Ελλάδα στον τομέα της άμυνας τις τελευταίες δεκαετίες. Πέρα από την προφανή στρατιωτική του διάσταση, το συγκεκριμένο πρόγραμμα μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για την αναβάθμιση της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας και, κατ’ επέκταση, της εγχώριας επιχειρηματικότητας. Η στρατηγική αυτή στροφή έρχεται σε μια περίοδο κατά την οποία η ελληνική οικονομία εμφανίζει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα και ενθαρρυντικούς ρυθμούς ανάπτυξης, παρά τις διεθνείς αναταράξεις των τελευταίων ετών.
Η ελληνική οικονομία απέδειξε μετά την πανδημία ότι μπορεί να προσαρμόζεται σε απαιτητικές συνθήκες, να αξιοποιεί νέες ευκαιρίες και να διαμορφώνει ελκυστικό περιβάλλον για επενδύσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας δεν αποτελεί έναν κλειστό και απομονωμένο κλάδο, αλλά ένα πεδίο στο οποίο συναντώνται η τεχνολογία, η καινοτομία, η έρευνα και η εξωστρέφεια. Η σύνδεση των αμυντικών αναγκών με την επιχειρηματική κοινότητα δημιουργεί ένα οικοσύστημα που μπορεί να παράγει προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας, με άμεσο οικονομικό όφελος και σημαντική προοπτική εξαγωγών.
Οι σύγχρονες ένοπλες συγκρούσεις και οι απαιτήσεις των νέων συστημάτων καθιστούν επιτακτική την υιοθέτηση προηγμένων τεχνολογιών. Η τεχνητή νοημοσύνη, η κυβερνοασφάλεια, τα μη επανδρωμένα συστήματα, οι ψηφιακές πλατφόρμες διοίκησης και ελέγχου, αλλά και οι νέες μορφές αισθητήρων και αυτονομίας διαμορφώνουν ένα εντελώς νέο πεδίο. Αυτή η τεχνολογική μετάβαση προσφέρει στην ελληνική επιχειρηματικότητα μια μοναδική ευκαιρία: να αποτελέσει μέρος της επόμενης γενιάς αμυντικών δυνατοτήτων, επενδύοντας στη γνώση και μετατρέποντας την τεχνολογία σε συγκριτικό πλεονέκτημα.
Η Ελλάδα διαθέτει σημαντικό ανθρώπινο κεφάλαιο, επιστημονικά κέντρα υψηλής ποιότητας, μικρομεσαίες επιχειρήσεις με ισχυρή τεχνολογική εξειδίκευση και μια αναδυόμενη κοινότητα νεοφυών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην αμυντική και διττή τεχνολογία. Εφόσον υπάρξει μια συνεκτική στρατηγική, οι εταιρείες αυτές μπορούν να αναλάβουν ρόλο στην αλυσίδα αξίας, είτε μέσω συμπαραγωγών, είτε μέσω συμμετοχής σε ευρωπαϊκά επενδυτικά και ερευνητικά προγράμματα, είτε μέσω συνεργασιών με διεθνείς βιομηχανικούς εταίρους.
Το ευρωπαϊκό περιβάλλον ενισχύει περαιτέρω αυτή την προοπτική. Οι αμυντικές δαπάνες της Ευρωπαϊκής Ενωσης αναμένεται να φθάσουν τα 390 δισ. ευρώ το 2025, ενώ χώρες όπως η Γερμανία προχωρούν σε ιστορικές αυξήσεις στους προϋπολογισμούς τους, φτάνοντας τα 86 δισ. ευρώ. Η Ευρώπη, υπό την πίεση της νέας γεωπολιτικής πραγματικότητας, κινείται προς μια πιο αυτόνομη αμυντική πολιτική και επιδιώκει να ενισχύσει την εγχώρια παραγωγική της ικανότητα. Αυτό δημιουργεί για την Ελλάδα ένα παράθυρο ευκαιρίας, ώστε να συμμετάσχει ενεργά στην ευρωπαϊκή αμυντική αρχιτεκτονική, προσελκύοντας επενδύσεις και αναβαθμίζοντας τη θέση της στον στρατηγικό χάρτη της ηπείρου.
Η ανάπτυξη της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας δεν αφορά μόνο τη στρατιωτική ισχύ. Αφορά τη συνολική ενδυνάμωση της ελληνικής οικονομίας. Προάγει την τεχνογνωσία, δημιουργεί θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης, ενισχύει την παραγωγική βάση και συμβάλλει στη δημιουργία ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης που στηρίζεται στην καινοτομία και στη διεθνή συνεργασία.
Συμπερασματικά, η επένδυση στην άμυνα και στην αμυντική βιομηχανία δεν αποτελεί κόστος, αλλά στρατηγική απόφαση με βαθύ οικονομικό αποτύπωμα. Η Ελλάδα έχει πλέον τη δυνατότητα να μετατρέψει μια εθνική ανάγκη σε ευκαιρία για αναβάθμιση της τεχνολογικής της ικανότητας και ενίσχυση της επιχειρηματικής της δυναμικής. Η επιλογή αυτή μπορεί να διαμορφώσει μια νέα πραγματικότητα για τη χώρα: μια Ελλάδα πιο ισχυρή, πιο ανταγωνιστική και καλύτερα προετοιμασμένη για τις προκλήσεις του μέλλοντος.