Από το νέο έτος αναμένεται να ενεργοποιηθεί από το υπουργείο Οικονομικών η ρύθμιση για το ελβετικό φράγκο, προσφέροντας ανάσα στο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν χιλιάδες δανειολήπτες. Η ρύθμιση βρίσκεται στο τελικό στάδιο της επεξεργασίας της προσφέροντας ένα νέο πλαίσιο για το σύνολο των δανειοληπτών για έξοδο από τον συναλλαγματικό και επιτοκιακό κίνδυνο, μετατρέποντας τα δάνεια σε ευρώ με επιδοτούμενη συναλλαγματική ισοτιμία και χαμηλό σταθερό επιτόκιο. Κεντρικό σημείο είναι η μετατροπή της ισοτιμίας, μεταβάλλοντας τον τρόπο υπολογισμού του υπολοίπου του δανείου, ενώ οι επιλογές «κουρέματος» κλιμακώνονται σε τέσσερις κατηγορίες, με το ανώτατο ποσοστό να φτάνει έως και 50% με βάση εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια. Παράλληλα, θα προσφέρεται ευρύτερα στους οφειλέτες η δυνατότητα επιμήκυνσης της υπολειπόμενης διάρκειας αποπληρωμής του νέου δανείου που θα συναφθεί έως και πέντε έτη. Αυτή η ευελιξία στοχεύει στην περαιτέρω μείωση του ύψους της μηνιαίας δόσης, καθιστώντας τη ρύθμιση βιώσιμη για μεγαλύτερο εύρος οφειλετών. Με τη νέα ρύθμιση, η κυβέρνηση φιλοδοξεί να βάλει οριστικό τέλος σε μια εκκρεμότητα που ταλανίζει χιλιάδες οικογένειες από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, όταν οι τράπεζες προωθούσαν μαζικά στεγαστικά σε ελβετικό φράγκο λόγω των χαμηλών επιτοκίων.
Η ξαφνική ανατίμηση του νομίσματος το 2015 -μετά την άρση του «πλαφόν» από την Ελβετική Κεντρική Τράπεζα– εκτόξευσε τις οφειλές έως και 40% πάνω από το αρχικό κεφάλαιο, οδηγώντας πολλούς δανειολήπτες σε οικονομική ασφυξία και πολυετείς δικαστικές διαμάχες.
Ο διαχωρισμός
Η ρύθμιση αφορά το σύνολο των δανειοληπτών, όμως δεν τους αντιμετωπίζει όλους με τον ίδιο τρόπο. Δημιουργούνται τέσσερις βασικές κατηγορίες, οι οποίες διαφοροποιούνται βάσει εισοδήματος, καταθέσεων, αξίας ακίνητης περιουσίας και οικογενειακής κατάστασης. Αυτός ο διαχωρισμός αποσκοπεί στο να διασφαλίσει ότι η παρέμβαση είναι τόσο κοινωνικά δίκαιη όσο και δημοσιονομικά ισορροπημένη. Συγκεκριμένα:
– Πρώτη κατηγορία: Τα οικονομικά ευάλωτα νοικοκυριά
Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει δανειολήπτες με χαμηλά εισοδήματα. Τα ετήσια εισοδήματά τους ξεκινούν από 7.500 ευρώ και δεν ξεπερνούν τα 22.000 ευρώ, ενώ οι καταθέσεις και η ακίνητη περιουσία τους παραμένουν κάτω από τα 200.000 ευρώ. Σκοπός είναι να προστατευτούν όσοι δυσκολεύτηκαν περισσότερο όλα αυτά τα χρόνια από την εκτίναξη της ισοτιμίας ελβετικού φράγκου – ευρώ.
Για την κατηγορία αυτή προβλέπεται η πιο γενναία παρέμβαση, δηλαδή η μετατροπή της οφειλής με ισοτιμία μειωμένη κατά 50% και επιτόκιο γύρω στο 2,30%. Πρόκειται για μια δραστική μείωση που μπορεί να οδηγήσει σε πραγματική ανάσα για χιλιάδες νοικοκυριά που είδαν το χρέος τους να αυξάνεται χωρίς να ευθύνονται οι ίδιοι.
– Δεύτερη κατηγορία: Νοικοκυριά με μεσαία οικονομική βάση
Η δεύτερη κατηγορία αφορά όσους διαθέτουν εισόδημα έως 23.500 ευρώ και ελαφρώς υψηλότερη ακίνητη περιουσία σε σχέση με την πρώτη ομάδα. Αυτή η κατηγορία αποτελεί πιθανότατα το μεγαλύτερο ποσοστό των δανειοληπτών και γι’ αυτό η ρύθμιση επιχειρεί να ισορροπήσει τον βαθμό προστασίας με την ανάγκη να διατηρηθεί το συνολικό κόστος σε βιώσιμα επίπεδα.
Η μετατροπή της ισοτιμίας εδώ γίνεται με έκπτωση 30%, ενώ το επιτόκιο τοποθετείται πέριξ του 2,70%. Η διαφορά σε σχέση με την πρώτη κατηγορία είναι αισθητή, όμως εξακολουθεί να προσφέρει μια ουσιαστική ανακούφιση, ιδιαίτερα για πολυμελείς οικογένειες που μπορεί να βρεθούν σε δυσκολία παρά το σχετικά σταθερό εισόδημα.
– Τρίτη κατηγορία: Δανειολήπτες με υψηλότερα εισοδήματα και περιουσιακά στοιχεία
Η τρίτη κατηγορία απευθύνεται σε όσους διαθέτουν εισοδήματα που κινούνται κοντά στα 25.300 ευρώ και ακίνητη περιουσία γύρω στα 250.000 ευρώ. Παρότι πρόκειται για δανειολήπτες με μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια, το πλαίσιο εξακολουθεί να αναγνωρίζει την ανάγκη διευθέτησης ενός ζητήματος που γεννήθηκε από τις συνθήκες της αγοράς και όχι από αστοχίες των ίδιων των δανειοληπτών.
Εδώ το «κούρεμα» της ισοτιμίας ορίζεται στο 20%, με επιτόκιο που προσεγγίζει το 2,70%. Η παρέμβαση είναι σαφώς ηπιότερη, όμως παραμένει σημαντική για να δημιουργήσει ένα βιώσιμο σχήμα αποπληρωμής.
– Τέταρτη κατηγορία: Δανειολήπτες χωρίς περιουσιακά ή εισοδηματικά κριτήρια
Για την τελευταία κατηγορία, το σχέδιο νόμου καταργεί κάθε έλεγχο εισοδήματος και περιουσίας. Απευθύνεται κυρίως σε δανειολήπτες με καλύτερη οικονομική κατάσταση, καθώς το ζητούμενο δεν είναι η προστασία από ευαλωτότητα, αλλά η επίτευξη ενός ενιαίου πλαισίου τακτοποίησης. Το «κούρεμα» ισοτιμίας είναι σταθερό στο 15%, ενώ το επιτόκιο ορίζεται κοντά στο 2,90%.
Αν και η παρέμβαση σε αυτή την περίπτωση είναι μικρότερη, εντάσσεται σε μια λογική ισότιμης αντιμετώπισης όλων των δανειοληπτών που επηρεάστηκαν από τις διακυμάνσεις των διεθνών αγορών. Πάντως, σύμφωνα με πηγές του υπουργείου Οικονομικών, το μεγαλύτερο τμήμα των δανειοληπτών σε ελβετικό φράγκο βρίσκεται στις χαμηλότερες κλίμακες «κουρέματος» χρέους.
Η διαδικασία
Για τις πρώτες τρεις κατηγορίες η υπαγωγή στη ρύθμιση θα γίνεται μέσα από ειδική ψηφιακή πλατφόρμα, μέσω της οποίας θα ελέγχονται τα εισοδηματικά και περιουσιακά δεδομένα. Για όσους εντάσσονται στην τέταρτη κατηγορία, η διαδικασία πραγματοποιείται απευθείας μέσω της τράπεζας. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται και στο καθεστώς συμμόρφωσης. Σε περίπτωση παραβίασης των όρων της ρύθμισης, η οφειλή θα επανέρχεται στην αρχική ισοτιμία, καθώς θα θεωρείται ότι δεν υπήρξε ποτέ η ένταξη στο νέο πλαίσιο. Οσοι δανειολήπτες αποδεχθούν την πρόταση, συναινούν σε απώλεια ένδικων μέσων, συνυπογράφοντας το οριστικό κλείσιμο του φακέλου τους.