Εντυπωσιακή γυναίκα και ταλαντούχα ηθοποιός, έγινε σταρ στην καλή εποχή του κινηματογράφου τη δεκαετία του ’60. Η θηλυκότητά της Μαίρης Χρονοπούλου, η φινέτσα της, τα πλούσια υποκριτικά της προσόντα και το ταμπεραμέντο της σφράγισαν κάθε ρόλο που υποδύθηκε στο θέατρο και τον κινηματογράφο.
Οι ρόλοι που την καθιέρωσαν στο πάνθεον του ελληνικού κινηματογράφου
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε σαν κομπάρσος στο «Χαρούμενο Ξεκίνημα» του Ντίνου Δημόπουλου, παραγωγής Φίνος Φιλμ το 1954, όταν ήταν ακόμη φοιτήτρια. Το 1958 πήρε ένα μικρό ρόλο στο «Τελευταίο ψέμα» του Μιχάλη Κακογιάννη, πάλι στη Φίνος Φιλμ.
Από το 1963 και μετά πρωταγωνίστησε σε πλειάδα δραματικών ταινιών της Φίνος Φιλμ, και όχι μόνο, σε ρόλους ντάμας και μοιραίας γυναίκας, δίπλα σε όλους τους άντρες πρωταγωνιστές της εποχής, όπως Νίκος Κούρκουλος, Φαίδων Γεωργίτσης, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Γιώργος Φούντας και Αλέκος Αλεξανδράκης.
Ξεχωρίζουν οι ερμηνείες της στην ταινία «Τα κόκκινα φανάρια» (1963) του Β. Γεωργιάδη, υποψήφια για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας στην 36η απονομή των βραβείων το 1964 σε παραγωγή Δαμασκηνού-Μιχαηλίδη, «Χωρίς ταυτότητα», (1963, Φίνος Φιλμ), “Το χώμα βάφτηκε κόκκινο” δραματική ταινία του 1966 σε σκηνοθεσία του Βασίλη Γεωργιάδη και σενάριο Νίκου Φώσκολου, υποψήφια για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας στην 38η απονομή των βραβείων το 1966, «Πολύ αργά για δάκρυα» του Γιάννη Δαλιανίδη (1968, Φίνος Φιλμ), «Όταν η πόλις πεθαίνει» σε σενάριο Νίκου Φώσκολου και σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη (1969, Φίνος Φιλμ), «Οι αδίστακτοι» του Ντίνου Κατσουρίδη (1965, Σάβας Φιλμ), «Κοινωνία ώρα μηδέν» του Ντίνου Δημόπουλου (1966, Φίνος Φιλμ), «Η λεωφόρος του μίσους» (1968, Φίνος Φιλμ) και «Ορατότης μηδέν» του Νίκου Φώσκολου (1970, Φίνος Φιλμ).
Ανάμεσα σε αυτές τις κοινωνικές και δραματικές ταινίες εμφανίστηκε σε τρία μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη, παραγωγής Φίνος Φιλμ, στα οποία θα κάνει θραύση: «Οι θαλασσιές οι χάντρες», «Μια κυρία στα μπουζούκια» και «Γοργόνες και μάγκες».
Ιδιαίτερα στο «Μια κυρία στα μπουζούκια» σαγήνευσε το κοινό με το ακαταμάχητο στυλ και ταμπεραμέντο της τόσο υποκριτικά όσο και ερμηνεύοντας δύο από τις μυθικές επιτυχίες των τραγουδιών του ελληνικού κινηματογράφου, το «Είμαι γυναίκα του γλεντιού» και το «Του αγοριού απέναντι».
Η ίδια είχε πει για τη συμμετοχή της στα μιούζικαλς και κυρίως για το «Μια Κυρία στα Μπουζούκια»:
«Αυτό που άλλαξε την καριέρα μου ήταν το “Μια Κυρία στα Μπουζούκια“. Η απήχηση που είχε το κομμάτι “Του Αγοριού Απέναντι” δεν έχει ξαναγίνει. Εμβληματικό άσμα. Είχα αυτοσχεδιάσει εκείνη την ώρα, δεν ήταν τίποτα χορογραφημένο. Ο τύπος αυτής της με σημάδεψε, ενώ δεν είμαι έτσι σαν γυναίκα. Πολλοί νόμιζαν ότι έπαιζα τον εαυτό μου. Τρίχες, μπλόφα, μούφα. Απλώς είχα τους γενετικούς αδένες και την προσωπικότητα να επιβάλω αυτό τον τύπο. Εγώ ήμουν τελείως άλλος άνθρωπος, απολύτως πιο ευάλωτη και απολύτως πιο συναισθηματική. Είχα ανάγκη από το άγγιγμα της ψυχής και το άγγιγμα της καρδιάς. Αλλά δεν το έδειχνα, το κράταγα για μένα», είχε αναφέρει σε συνέντευξή της στο περιοδικό Down Town.
Με πληροφορίες από το instyle.gr, ΑΠΕ-ΜΠΕ