Για περισσότερο από έναν αιώνα, η επικρατούσα άποψη μεταξύ των αιγυπτιολόγων ήταν πως, μετά τον θάνατο της Χατσεψούτ γύρω στο 1458 π.Χ., ο θετός γιος και διάδοχός της, Θούθμωσις Γ’, ξεκίνησε μια εχθρική εκστρατεία εναντίον της, καταστρέφοντας τα αγάλματά της με σκοπό να τη σβήσει από τη δημόσια μνήμη.
Ωστόσο, μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Antiquity έρχεται να ανατρέψει αυτήν την ερμηνεία, αποκαλύπτοντας ότι η καταστροφή των αγαλμάτων της δεν είχε προσωπικά ή έμφυλα κίνητρα, αλλά τελετουργικό χαρακτήρα.
Η Χατσεψούτ κυβέρνησε ως φαραώ περίπου από το 1473 έως το 1458 π.Χ., αναλαμβάνοντας την εξουσία ως αυτεξούσια μονάρχης, παρότι αρχικά είχε οριστεί ως αντιβασίλισσα του ανήλικου Θούθμωσι Γ’. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας της, διέταξε την ανέγερση του μεγαλοπρεπούς ναού στο Ντεΐρ ελ-Μπαχάρι κοντά στη Θήβα (σημερινό Λούξορ) και οργάνωσε μια επιτυχημένη εμπορική αποστολή προς τη μυθική χώρα Πουντ.

Η έρευνα, με επικεφαλής τη Jun Yi Wong, υποψήφια διδάκτορα Αιγυπτιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, βασίστηκε σε αρχειακό υλικό από ανασκαφές του 1920 και 1930 στο Ντεΐρ ελ-Μπαχάρι, όπου βρέθηκαν δεκάδες σπασμένα αγάλματα της Χατσεψούτ. Η Wong διαπίστωσε ότι τα αγάλματα δεν είχαν καταστραφεί στο πρόσωπο ή τις επιγραφές τους , όπως θα περίμενε κανείς σε περίπτωση εσκεμμένης πολιτικής διαγραφής , αλλά είχαν σπάσει σε συγκεκριμένα σημεία: στον λαιμό, τη μέση και τα πόδια. Πρόκειται για χαρακτηριστικά σημεία «απενεργοποίησης» βασιλικών αγαλμάτων, σύμφωνα με τελετουργική πρακτική που εφαρμόστηκε και σε άλλους φαραώ.
Όπως εξηγεί η Wong, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι θεωρούσαν τα αγάλματα των βασιλέων όχι απλώς ως έργα τέχνης, αλλά ως «ζωντανές» οντότητες με υπερφυσικές δυνάμεις. Μετά τον θάνατο ενός φαραώ, ήταν σύνηθες να πραγματοποιείται μια «τελετουργική απενεργοποίηση» των αγαλμάτων του, ώστε να αποτραπεί η συνέχιση της επιρροής τους στον υλικό κόσμο. Παρόμοιες πρακτικές έχουν καταγραφεί σε πολλά αρχαιολογικά σημεία στην Αίγυπτο και στο Σουδάν, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το «Κασέτ του Καρνάκ», όπου εντοπίστηκαν εκατοντάδες αγάλματα φαραώ, στα οποία είχε εφαρμοστεί η ίδια τεχνική «απενεργοποίησης» τους
Παρότι η μελέτη δεν αρνείται ότι η Χατσεψούτ υπήρξε αντικείμενο πολιτικής δίωξης, υπογραμμίζει ότι η καταστροφή των αγαλμάτων της στο Ντεΐρ ελ-Μπαχάρι δεν εντάσσεται σ’ αυτό το πλαίσιο. Αντιθέτως, η στοχευμένη καταστροφή εικόνων και επιγραφών της σε άλλα μνημεία δείχνει ότι ο Θούθμωσις Γ’ ξεκίνησε αργότερα μια πιο επιθετική εκστρατεία αποκαθήλωσης, πιθανότατα για πολιτικούς και όχι προσωπικούς λόγους. Ίσως να ένιωσε την ανάγκη να αποστασιοποιηθεί από τη βασιλεία της Χατσεψούτ ή να κατευνάσει φατρίες που διαφωνούσαν με την παρουσία γυναίκας στον θρόνο.
Η Wong σημειώνει: «Πολλοί πρώιμοι αιγυπτιολόγοι υπέθεσαν ότι ο Θούθμωσις Γ’ έτρεφε έντονο μίσος για τη Χατσεψούτ, όμως τα αρχαιολογικά δεδομένα δεν επιβεβαιώνουν αυτή την εκδοχή. Αντίθετα, η διαχείριση των αγαλμάτων της παραπέμπει σε τελετουργικούς και πρακτικούς λόγους, και όχι σε προσωπική αντιπαλότητα.»