Πριν από λίγους μήνες, η μεγαλωμένη στις Βρυξέλλες Ελληνίδα ηθοποιός Δάφνη Πατακιά βρέθηκε στο κόκκινο χαλί του Φεστιβάλ Κανών, στο πλευρό του διάσημου Ολλανδού σκηνοθέτη Πολ Φερχόφεν («Ρόμποκοπ», «Ολική επαναφορά», «Βασικό Ένστικτο», «Εκείνη»), με αφορμή την παγκόσμια πρεμιέρα της «Μπενεντέτα».
Η νέα ταινία του 83χρονου Ολλανδού σκηνοθέτη, η οποία προβάλλεται εδώ και λίγες μέρες στις ελληνικές αίθουσες σε διανομή της Cinobo, βασίζεται στην αληθινή ιστορία μιας καλόγριας του 17ου αιώνα, της Μπενεντέτα, που διαδραματίζεται σε ένα μοναστήρι με φόντο την τρομερή επιδημία πανώλης που μαστίζει την Ιταλία της εποχής. Ο Φερχόφεν άντλησε την ιστορία από το βιβλίο «Άσεμνες Πράξεις: Η Ζωή μιας Λεσβίας Μοναχής στην Αναγεννησιακή Ιταλία» και τη διάνθισε με τον χαρακτήρα της Μπαρτολομέα (η οποία δημιουργεί σχέση με τη Μπενεντέτα), που υποδύεται έξοχα η Πατακιά, κλέβοντας, κατά τη γνώμη μας, την παράσταση από την πρωταγωνίστρια Βιρζινί Εφιρά.
Το «Μπενεντέτα» σκανδάλισε και δίχασε τις Κάνες, συζητήθηκε έντονα και στο πρόσφατο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και αποτελεί, ίσως, ό,τι πιο αναρχικό έχει γυρίσει μέχρι σήμερα ο ανατρεπτικός, αιωνίως έφηβος σκηνοθέτης. Βλάσφημες ερωτικές φαντασιώσεις, σεξ και άφθονο γυμνό, αίμα, αίσθηση κιτς και γκροτέσκου, πινελιές ρεαλιστικού δράματος αλλά και μια ευλογημένη, γερή δόση χιούμορ, που λειτουργεί ως κάθαρση σε μια ταινία η οποία, είτε θα σοκάρει βαθιά τον θεατή, είτε θα τον διασκεδάσει μέχρι δακρύων.
Η Ελληνίδα ηθοποιός, η οποία έρχεται συχνά-πυκνά στην Ελλάδα, έχει σπουδάσει στη Δραματική Σχολή του Εθνικού. Έχει περάσει μπροστά από την κάμερα του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, του Γιώργου Ζώη, του Γιώργου Λάνθιμου και του Τόνι Γκάτλιφ, ενώ έχει ανέβει στη σκηνή υπό τις οδηγίες του Μιχαήλ Μαρμαρινού και του Νίκου Καραθάνου.
«Θέλω να γυρίζω και ελληνικές και γαλλικές ταινίες, αλλά και ταινίες σε άλλες γλώσσες, στο μέλλον», μας λέει η Δάφνη, η οποία αποτελεί ένα καταπληκτικό μείγμα ηθοποιού: από κοντά είναι γλυκύτατη, σεμνή, με μια ντροπαλότητα σχεδόν παιδική. Στην οθόνη είναι επιβλητική και απόλυτα μαγνητική.
Ποτέ, όπως είπες, δεν ξέρατε ακριβώς το επόμενο βήμα στα γυρίσματα. Και υπήρχε και πολύ γυμνό. Ένιωσες ανασφάλεια;
Ο Φερχόφεν είναι φοβερός. Θυμάμαι, όταν τον ρώτησα αν θα κάνουμε πρόβες, μου είπε, «Όχι. Ξέρεις τι να κάνεις!» Υπήρχε ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης και ήξερε με απόλυτη ακρίβεια τι κάνει. Αυτό με καθησύχαζε. Το βλέμμα του ήταν έτσι τοποθετημένο επάνω μας, που ακόμα κι αν ήμασταν γυμνές, δεν νιώθαμε περίεργα. Πάντα αφηγείται από τη μεριά του χαρακτήρα, δεν υπήρχε τίποτα ηδονοβλεπτικό σε αυτό. Βέβαια, είμαι αρκετά αγχώδης ως χαρακτήρας και, για έναν τέτοιο ρόλο, που ζητούσε πολλά πράγματα, δεν μπορούσα να μην είμαι αγχωμένη. Όμως, δεν είχε να κάνει με τον Φερχόφεν αυτό. Στο πλατό ήταν όλα πολύ ήρεμα. Κάποια στιγμή είπε σε κάποιον, «Το γύρισμα είναι μια δημοκρατική διαδικασία». Δεν ένιωσα ούτε μία στιγμή άβολα ή εκτεθειμένη. Και ελπίζω πραγματικά να μη νιώσει άβολα ούτε ο θεατής, γιατί οι ερωτικές σκηνές, όπως συμβαίνει σε πολλές ταινίες του Φερχόφεν, είναι πάντα για να υπηρετήσουν κάτι άλλο. Στη «Μπενεντέτα» ο ερωτισμός υπονομεύεται, υπάρχει πολύ χιούμορ, και γενικά θα έλεγα ότι η ταινία υπονομεύει συνεχώς τον εαυτό της. Όσο για τη θρησκεία, φαίνεται εξαρχής ότι η ταινία δεν είναι ρεαλιστική. Φαντασιώσεις της Μπενεντέτα βλέπουμε, ο Φερχόφεν δεν ήθελε να μιλήσει για τη θρησκεία ή να την κρίνει.
Κάποια στιγμή είχε δηλώσει ότι η γλύκα και η ξεγνιασιά που είδε σε σένα τον βοήθησε να διαμορφώσει τον ρόλο της Μπαρτολομέα.
Δεν το ήξερα αυτό! Το μόνο που μου είχε πει ήταν ότι, το γεγονός ότι η ταινία είναι εποχής, δε σημαίνει ότι πρέπει να είναι βαρύγδουπη. Το ενδιαφέρον είναι ότι δεν μπορείς να πεις σε τι είδος ανήκει η «Μπενετέτα»-μάλλον ανήκει στο είδος «Φερχόφεν»! Οι χαρακτήρες του είναι αμφίσημοι και ποτέ δεν ξέρεις ακριβώς ποια είναι τα κίνητρά τους. Ούτε το θέμα είναι ξεκάθαρο, ούτε ο Φερχόφεν ήταν ξεκάθαρος (γελάει). Μας έδινε μια συγκεκριμένη οδηγία και, στο καπάκι, την αντέστρεφε! Μου έλεγε, ας πούμε, «Θα κάνεις αυτό, επειδή είσαι ερωτευμένη με τη Μπενεντέτα». Και πάνω που απομακρυνόταν, γύριζε και συμπλήρωνε, «Αλλά μπορεί και όχι».
Πώς σου φάνηκε η Σάρλοτ Ράμπλινγκ, η οποία υποδύεται τη δυναμική ηγουμένη;
Αχ, είναι φοβερή. Φο-βε-ρή! Ήταν τόσο συγκεντρωμένη στο πλατό, τόσο προετοιμασμένη, και πολύ χαμηλών τόνων, πανέμορφη. Διαθέτει τρομερό εκτόπισμα, αλλά ταυτόχρονα είναι πολύ γλυκούλα και προσιτή, καθόλου ντίβα.
Τι έμαθες από τη «Μπενεντέτα»;
Να προετοιμάζομαι πάρα πολύ καλά. Κάναμε λίγες λήψεις και έπρεπε να είσαι τρομερά ενημερωμένος, να ξέρεις το σενάριο τέλεια και να κρατιέσαι επί 12 ώρες στο ίδιο συναισθηματικό επίπεδο. Επίσης, διδάχθηκα πολλά διαβάζοντας το ιδιαίτερα ενδιαφέρον βιβλίο της ιστορικού Τζούντιθ Σι Μπράουν, η οποία έκανε σχεδόν… αστυνομική έρευνα για να βρει τα πρακτικά της δίκης της Μπενεντέτα. Διαπίστωσα ότι τότε δεν επέβαλλαν τιμωρία στις κοπέλες που έκαναν έρωτα μεταξύ τους, επειδή θεωρούσαν ότι δεν υπήρχε καν κάτι τέτοιο, τους φαινόταν απίθανο! Επίσης, έμαθα ιστορικά στοιχεία για τις γυναίκες εκείνης της εποχής, για τη σχέση εκκλησίας και κοινωνίας και για τα μοναστήρια, όπου πολλές κατέφευγαν για να ελευθερωθούν από τον κακοποιητικό πατέρα, τα αδέλφια ή τον άντρα τους, και μάθαιναν εκεί να διαβάζουν και να γράφουν. Τα μοναστήρια ήταν ένας χώρος απελευθέρωσης για εκείνες.
Πώς ένιωσες όταν βρέθηκες στο κόκκινο χαλί, στις Κάνες;
Δε νιώθω καθόλου άνετη με το κομμάτι του γκλάμουρ. Προφανώς χάρηκα που πήγε στις Κάνες η ταινία, γιατί απέκτησε δημοσιότητα και εννοείται ότι θέλω να πάει ο κόσμος να τη δει. Εγώ, βέβαια, υποφέρω να βλέπω τις ταινίες μου, τις βλέπω μόνο μία φορά, γιατί όταν έρχομαι αντιμέτωπη με τον εαυτό μου στην οθόνη, διακρίνω τα λάθη μου και βρίσκω τη διαδικασία αυτή πολύ αγχωτική! Ούτε στις συνεντεύξεις αισθάνομαι πολύ άνετα. Νιώθω άβολα όταν πρέπει να μιλήσω ως ο εαυτός μου. Αναρωτιέμαι τι ενδιαφέρον έχω να πω και τι τον νοιάζει τον κόσμο.
Μέχρι τώρα, ποια συνεργασία σου έμεινε πιο ανεξίτηλη;
Η συνεργασία μου με τον σκηνοθέτη και μουσικό Αλέξανδρο Βούλγαρη για την ταινία «Winona», όπου έπαιξα μαζί με την Ανθή Ευστρατιάδου, τη Σοφία Κόκκαλη και την Ηρώ Μπέζου. Τον θαυμάζω πάρα πολύ τον Αλέξανδρο, ο κόσμος του μου φαίνεται πολύ ελκυστικός και θα χαιρόμουν πολύ να ξανασυνεργαστούμε.
Σχέδια;
Υπάρχει κάτι ελληνικό στα σκαριά, το οποίο δεν είναι ακόμα ανακοινώσιμο, ενώ έκανα και την ταινία «Les cinq diables» με την Αντέλ Εξαρχόπουλος (σσ. «Η ζωή της Αντέλ»). Είναι απίστευτη η Αντέλ. Το εντελώς αντίθετο από μένα, δεν την αγχώνει τίποτα!




